- συνοδοιπόρων
- συνοδοίποροςfellow-travellermasc gen plσυνοδοιπόροςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοδοιπορῶν — συνοδοιπορέω travel together pres part act masc nom sg (attic epic doric) συνοδοιπορέω travel together pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνοδοιπόρων — συνοδοιπόρων , συνοδοίπορος fellow traveller masc gen pl συνοδοιπόρων , συνοδοιπόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» … Dictionary of Greek